- συγκυούμαι
- -έομαι, Α1. κυοφορούμαι ταυτοχρόνως μαζί με άλλον2. μτφ. γεννιέμαι μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κυῶ /-οῦμαι «εγκυμονώ, κυοφορώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκυΐσκομαι — Α συγκυοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυΐσκομαι «γονιμοποιούμαι, κυοφορώ»] … Dictionary of Greek